- απάχης
- ο(λ. γαλλ.), θηλ. -ισσα πληθ. αρσ. -ηδες, αλήτης των μεγαλουπόλεων, κακοποιός: Παλιότερα υπήρχαν στην Αθήνα απάχηδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπαχής — without thickness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάχης — Ονομασία των κακοποιών του Παρισιού, στις αρχές του 20ού αι. Οι α. πήραν το όνομα αυτό από παραφθορά της ονομασίας της αμερικανικής φυλής των Απάτσι. H λέξη σήμαινε γενικότερα τον κακοποιό των μεγαλουπόλεων. Οι α. σύχναζαν κυρίως στις συνοικίες… … Dictionary of Greek
ἀπαχῆ — ἀπαχής without thickness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπαχής without thickness masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπαχής without thickness masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)